- πάγκαρπος
- πάγκαρπος, -ον (Α)1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.)3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.)4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγκαρποςτο φυτό χαμαιλέων μέλας6. (το ουδ. ως κύριο όν.) Πάγκαρποντίτλος βιβλίου7. φρ. «γονὴ πάγκαρπος» — παραγωγή κάθε είδους καρπών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + καρπός].
Dictionary of Greek. 2013.